- παγοδρόμος
- ο , η конькобежец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγοδρόμος — ο αθλητής που ασχολείται με την παγοδρομία, πατινέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + δρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παγοδρόμος — ο εκείνος που κάνει παγοδρομία, που ασχολείται με παγοδρομία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοδρομία ή στον παγοδρόμο («παγοδρομικοί αγώνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
παγοδρόμιο — το 1. ειδικό γήπεδο, με μεγάλη παγωμένη και λεία επιφάνεια που χρησιμοποιείται για παγοδρομίες 2. τεχνητή αβαθής λίμνη στην οποία εκτελούνται παγοδρομίες, αφού ψυχθεί το νερό και παγώσει με τεχνητά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
παγοπέδιλο — το συν. στον πληθ. τα παγοπέδιλα ειδικά πέδιλα που καταλήγουν σε έλασμα με τα οποία ο παγοδρόμος γλιστρά πάνω στον πάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek